μάδισμα
Смотреть что такое "μάδισμα" в других словарях:
μάδισμα — το (Μ μάδισμα) [μαδίζω] 1. μάδημα, ξερίζωμα τριχών, μαλλιών 2. μτφ. καρποί που έπεσαν στο έδαφος … Dictionary of Greek
μάδημα — και μάδισμα, το 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού μαδώ, η αφαίρεση ή η πτώση τών τριχών, τών φτερών ή τών φύλλων 2. μτφ. απόσπαση χρημάτων με δόλιο τρόπο, απομύζηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάδημα < μαδώ, ενώ ο τ. μάδισμα < μαδίζω] … Dictionary of Greek